θάκους

θάκους
θά̱κους , θᾶκος
seat
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • στήριγμα — Ημιορεινός οικισμός (62 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μύκης. * * * ίγματος, το, ΝΜΑ [στηρίζω] 1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα τής… …   Dictionary of Greek

  • τριαινώ — όω, Α [τρίαινα] 1. σείω χτυπώντας με την τρίαινα 2. (γενικά) κινώ, σείω («θάκους... μοχλοῑς τριαίνου», Ευρ.) 3. φρ. «τριαινῶ τὴν γῆν δικέλλῃ» σκαλίζω τη γη με τη δικέλλα (Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”